ἐπιχάριτος

ἐπιχάριτος
ἐπίχαρις
pleasing
gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιχάριτος — ἐπιχάριτος, ον (Α) επίχαρις* …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • ՇՆՈՐՀԱԼԻՑ — ( ) NBH 2 0482 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. χαριτωθείς, κεχαριτομένος, κεχαρισμένος, νη, ἑπιχαρίτος , χάριες, χαριέστερος, εὕχαρις gratiosus, gratia plenus, na, gratior et suavior,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”